- αναφουφουδιάζω
- κ. -λιάζω1. ανοίγω λίγο τα φτερά, αναφτερουγίζω2. ανοίγω, λαναρίζω, ξανταίνω (πούπουλα, μαλλί, βαμβάκι)η πράξη: αναφουφούδιασμα κ. -λιασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναφουφουδιάζω — και αναφουφουλιάζω ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. αμτβ., ανασηκώνω τα φτερά: Το τρυγόνι καθόταν πάνω στο δέντρο αναφουφουδιασμένο. 2. μτβ., ξαναξαίνω, αραιώνω συμπιεσμένα πούπουλα ή μαλλιά: Έχουμε να αναφουφουδιάσουμε και τα στρώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναφουφούδιασμα — αναφουφούδιασμα, το και αναφουφούλιασμα, το, ατος το να αναφουφουδιάζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)